ανοικοδομήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανοικοδομήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ
  2. θα ανοικοδομήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοικοδομώ
  3. να ανοικοδομήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοικοδομώ