ανοικοδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοικοδόμηση | οι | ανοικοδομήσεις |
γενική | της | ανοικοδόμησης* | των | ανοικοδομήσεων |
αιτιατική | την | ανοικοδόμηση | τις | ανοικοδομήσεις |
κλητική | ανοικοδόμηση | ανοικοδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοικοδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοικοδόμηση < αρχαία ελληνική ἀνοικοδόμησις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοικοδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ανοικοδομώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανοικοδομώ, οικοδομώ, οίκος και δόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοικοδόμηση