ανοικτή πώληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοικτή πώληση < ανοικτός + πώληση

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ανοικτή πώληση

  1. είναι μιά τακτική καιρδοσκοπικού χαρακτήρα με την οποία ένα άτομο δανείζεται από ένα δεύτερο κάποια περιουσιακά στοιχεία και το πρώτο τα πουλάει στην ανοικτή αγορά ή σε κάποιον τρίτο· κατόπιν αφού βεβαιωθεί πως η αξία των ιδίων περιουσιακών στοιχείων έχει πέσει, τα αγοράζει και τα επιστρέφει στο δανειστή του έχωντας αποκομίσει κέρδος
    ένας ριψοκίνδυνος επενδυτής μόλις αντιληφθεί μιά υπερτιμημένη μετοχή θα την πουλήσει ανοιχτά ρισκάρωντας να μη βρει αγοραστή
  2. συμβαίνει όταν πουλάς ακριβά και αγοράζεις φτηνά δανεικά αντικείμενα, που δε σου ανήκει η κατοχή αλλά η προσωρινή επικαρπία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]