ανοικτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοικτός < ελληνιστική κοινή ἀνοικτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοικτός, -ή, -ό
- → δείτε τη λέξη ανοιχτός