ανοιχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανοιχτά
- χωρίς κλείσιμο
- (κατʼ επέκταση) ξεκλείδωτα
- (κατʼ επέκταση) μακριά
- (ναυτικός όρος) στο πέλαγος
- (μεταφορικά) απερίφραστα, ειλικρινά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοιχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ανοιχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοιχτό