ανοιχτήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοιχτήρι τα ανοιχτήρια
      γενική του ανοιχτηριού των ανοιχτηριών
    αιτιατική το ανοιχτήρι τα ανοιχτήρια
     κλητική ανοιχτήρι ανοιχτήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανοιχτήρι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοιχτήρι < μεσαιωνική ελληνική ἀνοικτήριον < αρχαία ελληνική ἀνοίγω / ἀνοίγνυμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανοιχτήρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]