ανοιχτογάλανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτογάλανος η ανοιχτογάλανη το ανοιχτογάλανο
      γενική του ανοιχτογάλανου της ανοιχτογάλανης του ανοιχτογάλανου
    αιτιατική τον ανοιχτογάλανο την ανοιχτογάλανη το ανοιχτογάλανο
     κλητική ανοιχτογάλανε ανοιχτογάλανη ανοιχτογάλανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτογάλανοι οι ανοιχτογάλανες τα ανοιχτογάλανα
      γενική των ανοιχτογάλανων των ανοιχτογάλανων των ανοιχτογάλανων
    αιτιατική τους ανοιχτογάλανους τις ανοιχτογάλανες τα ανοιχτογάλανα
     κλητική ανοιχτογάλανοι ανοιχτογάλανες ανοιχτογάλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοιχτογάλανος < ανοιχτο- + γαλανός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ni.xtoˈɣa.la.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νοι‐χτο‐γά‐λα‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανοιχτογάλανος, -η, -ο

  • αυτός που έχει φωτεινό γαλανό χρώμα
    ※  Καθώς πλησιάζουμε το ανατολικό άκρο του Μαρμαρά, βλέπουμε ξαφνικά μπροστά μας την αυτοκρατορική πόλη να διαγράφεται εντυπωσιακή ανάμεσα στις ανοιχτογάλανες αποχρώσεις του ουρανού και της θάλασσας. (Freely, John, (μτφ. Έλλη Έμκε) (2014), Κωνσταντινούπολη: Η ιστορία της αυτοκρατορικής πόλης. Αθήνα: Μίνωας, σελ. 19)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανοιχτογάλανοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας