ανοιχτόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοιχτόκαρδος, -η, -ο
- εξωστρεφής, αισιόδοξος, με καλή διάθεση, με κατανόηση για τους άλλους, συνήθως κεφάτος, χαμογελαστός, που δεν είναι μεμψίμοιρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανοιχτόκαρδα
- ανοιχτοκαρδιά
- ανοιχτοκαρδίζω
- → δείτε τις λέξεις ανοιχτός και καρδιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοιχτόκαρδος