ανοιχτόμυαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτόμυαλος η ανοιχτόμυαλη το ανοιχτόμυαλο
      γενική του ανοιχτόμυαλου της ανοιχτόμυαλης του ανοιχτόμυαλου
    αιτιατική τον ανοιχτόμυαλο την ανοιχτόμυαλη το ανοιχτόμυαλο
     κλητική ανοιχτόμυαλε ανοιχτόμυαλη ανοιχτόμυαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτόμυαλοι οι ανοιχτόμυαλες τα ανοιχτόμυαλα
      γενική των ανοιχτόμυαλων των ανοιχτόμυαλων των ανοιχτόμυαλων
    αιτιατική τους ανοιχτόμυαλους τις ανοιχτόμυαλες τα ανοιχτόμυαλα
     κλητική ανοιχτόμυαλοι ανοιχτόμυαλες ανοιχτόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοιχτόμυαλος < (ανοιχτός) ανοιχτό- + μυαλ(ό) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.niˈxto.mɲa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νοι‐χτό‐μυα‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανοιχτόμυαλος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]