ανομοίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανομοίωση οι ανομοιώσεις
      γενική της ανομοίωσης* των ανομοιώσεων
    αιτιατική την ανομοίωση τις ανομοιώσεις
     κλητική ανομοίωση ανομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανομοίωση: < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνομοίω(σις) + -ση (< ἀν- + ὁμοίωσις < ὁμοιόω < ὅμοιος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissimilation ή από τη γερμανική Dissimilation[1] Μορφολογικά, αν- στερητικό, ομοίωση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.noˈmi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νο‐μοί‐ω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανομοίωση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]