ανοργανωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοργανωτικός < αν- (στερητικό α-) + οργανωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ανοργανωτικός
- που έχει σχέση με την ανοργανωσιά, αναφέρεται σ’ αυτή ή παρουσιάζει έλλειψη οργάνωσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οργανώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοργανωτικός
|