ανοσογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσογνωσία < γαλλική anosognosie < α- στερητικό + νόσος + γνῶσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοσογνωσία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσογνωσία