ανοχή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνοχή, ενοχή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοχή οι ανοχές
      γενική της ανοχής των ανοχών
    αιτιατική την ανοχή τις ανοχές
     κλητική ανοχή ανοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνοχή < ἀνέχω < ἔχω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.noˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νο‐χή
παρώνυμο: ενοχή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανοχή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]