αντάμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντάμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντάμα < ελληνιστική κοινή ἐν τῷ ἅμα (μαζί)[1]
Επίρρημα
[επεξεργασία]αντάμα
- μαζί, από κοινού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.