Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντίτιμο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίτιμο τα αντίτιμα
      γενική του αντίτιμου
& αντιτίμου
των αντίτιμων
& αντιτίμων
    αιτιατική το αντίτιμο τα αντίτιμα
     κλητική αντίτιμο αντίτιμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντίτιμο < αντί-+ τιμ(ή) + -ο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Gegenwert [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /anˈdi.ti.mo/ και σε γρήγορο λόγο aˈdi.ti.mo
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντίτιμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντίτιμο ουδέτερο

  1. (οικονομία) τα χρήματα που δίνονται για να αγοράσουμε κάτι
  2. αντιστάθμισμα
  3. (μεταφορικά) τίμημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]