ανταγωνιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανταγωνιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταγωνίζομαι
  2. θα ανταγωνιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταγωνίζομαι
  3. να ανταγωνιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταγωνίζομαι