ανταλλάξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ανταλλάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω
  2. θα ανταλλάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταλλάσσω
  3. να ανταλλάξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταλλάσσω