ανταμώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταμώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνταμώνω < ἀντάμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ανταμώνω

  1. (μεταβατικό) συναντώ
  2. (αμετάβατο) (στον πληθυντικό) συναντιέμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]