ανταμώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανταμώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανταμώνω
- θα ανταμώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανταμώνω
- να ανταμώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανταμώνω