Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντανακλάσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντανακλάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντανακλώ
  2. θα αντανακλάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντανακλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αντανακλάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντανάκλαση