Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανταπάντηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανταπάντηση οι ανταπαντήσεις
      γενική της ανταπάντησης* των ανταπαντήσεων
    αιτιατική την ανταπάντηση τις ανταπαντήσεις
     κλητική ανταπάντηση ανταπαντήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταπαντήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανταπάντηση < αντι- + απάντηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /an.daˈpan.di.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανταπάντηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]