ανταπεργία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταπεργία < αντί + απεργία ((μεταφραστικό δάνειο) (ιταλικά) antisciopero)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανταπεργία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη λοκ άουτ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταπεργία
|