ανταποδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανταποδίδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταποδίδωμι με μεταπλασμό κατά το σχήμα δίδωμι < δίδω. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + αποδίδω < απο- + δίδω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.da.poˈði.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντα‐πο‐δί‐δω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανταποδίδω, αόρ.: ανταπέδιδα, παθ.φωνή: ανταποδίδομαι, π.αόρ.: ανταποδόθηκα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]