ανταπόδοση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταπόδοση < αρχαία ελληνική ἀνταπόδοσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανταπόδοση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανταποδίδω, η ευεργεσία
- ※ Δεν θέλησε να δεχτεί καμιά βοήθεια χωρίς ανταπόδοση. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)