ανταρτοπολεμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταρτοπολεμικός < ανταρτοπόλεμος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανταρτοπολεμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον ανταρτοπόλεμο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ανταρτοπόλεμος, αντάρτης και πόλεμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανταρτοπολεμικός
|