αντασφαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντασφαλίζω < αντι- + ασφαλίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reinsure)
Ρήμα
[επεξεργασία]αντασφαλίζω
- ασφαλίζω ως ασφαλιστής ορισμένες ασφαλιστικές υποχρεώσεις μου σε άλλο ασφαλιστή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντασφάλεια
- αντασφάλιση
- αντασφαλιστής
- αντασφαλιστικός
- αντασφαλίστρια
- → δείτε τις λέξεις ασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντασφαλίζω | αντασφάλιζα | θα αντασφαλίζω | να αντασφαλίζω | αντασφαλίζοντας | |
β' ενικ. | αντασφαλίζεις | αντασφάλιζες | θα αντασφαλίζεις | να αντασφαλίζεις | αντασφάλιζε | |
γ' ενικ. | αντασφαλίζει | αντασφάλιζε | θα αντασφαλίζει | να αντασφαλίζει | ||
α' πληθ. | αντασφαλίζουμε | αντασφαλίζαμε | θα αντασφαλίζουμε | να αντασφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | αντασφαλίζετε | αντασφαλίζατε | θα αντασφαλίζετε | να αντασφαλίζετε | αντασφαλίζετε | |
γ' πληθ. | αντασφαλίζουν(ε) | αντασφάλιζαν αντασφαλίζαν(ε) |
θα αντασφαλίζουν(ε) | να αντασφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντασφάλισα | θα αντασφαλίσω | να αντασφαλίσω | αντασφαλίσει | ||
β' ενικ. | αντασφάλισες | θα αντασφαλίσεις | να αντασφαλίσεις | αντασφάλισε | ||
γ' ενικ. | αντασφάλισε | θα αντασφαλίσει | να αντασφαλίσει | |||
α' πληθ. | αντασφαλίσαμε | θα αντασφαλίσουμε | να αντασφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | αντασφαλίσατε | θα αντασφαλίσετε | να αντασφαλίσετε | αντασφαλίστε | ||
γ' πληθ. | αντασφάλισαν αντασφαλίσαν(ε) |
θα αντασφαλίσουν(ε) | να αντασφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντασφαλίσει | είχα αντασφαλίσει | θα έχω αντασφαλίσει | να έχω αντασφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντασφαλίσει | είχες αντασφαλίσει | θα έχεις αντασφαλίσει | να έχεις αντασφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντασφαλίσει | είχε αντασφαλίσει | θα έχει αντασφαλίσει | να έχει αντασφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντασφαλίσει | είχαμε αντασφαλίσει | θα έχουμε αντασφαλίσει | να έχουμε αντασφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντασφαλίσει | είχατε αντασφαλίσει | θα έχετε αντασφαλίσει | να έχετε αντασφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντασφαλίσει | είχαν αντασφαλίσει | θα έχουν αντασφαλίσει | να έχουν αντασφαλίσει |
|