αντεγγύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεγγύηση | οι | αντεγγυήσεις |
γενική | της | αντεγγύησης* | των | αντεγγυήσεων |
αιτιατική | την | αντεγγύηση | τις | αντεγγυήσεις |
κλητική | αντεγγύηση | αντεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντεγγύηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεγγύηση