αντεξετάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντεξετάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αντεξετάζομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος αντεξετάζω
  2. παραβάλλομαι με κάτι, συγκρίνομαι
  3. αναμετριέμαι
  4. (νομικός όρος) αντιδικώ με κάποιον

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]