αντεξορμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντεξορμώ < αντ- + εξορμώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αντεξορμώ

  1. (στρατιωτικός όρος) πραγματοποιώ αντεξόρμηση
  2. (κατ’ επέκταση) αντεπιτίθεμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]