αντερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντερί | τα | αντεριά |
γενική | του | αντεριού | των | αντεριών |
αιτιατική | το | αντερί | τα | αντεριά |
κλητική | αντερί | αντεριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντερί ουδέτερο
- (ενδυμασία) μακρύ σκούρο ιερατικό ένδυμα, που συνήθως φοριέται κάτω από το ράσο
- (ενδυμασία) ανδρικός χιτώνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τύπος φαρδιάς πουκαμίσας
- (ενδυμασία) μονοκόμματο παραδοσιακό γυναικείο ένδυμα, φουστάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντερί
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)