αντεστραμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεστραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιστρέφω
Μετοχή[επεξεργασία]
αντεστραμμένος
- που έχει αντιστραφεί
- οι αντεστραμμένοι ρόλοι π.χ. ανδρών-γυναικών (όχι ανεστραμμένοι (να κοιτάζει προς τα άνω/πάνω ή αναποδογυρισμένοι, από την ανάποδη, αλλά κατά αντιστροφή, αντιστρόφως)
- το αντεστραμμένο κλάσμα (αλλαγή παρανομαστή/αριθμητή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιστρέφω
- αντιστροφή
- αντιστροφέας
- αντεστραμμένα (επίρρημα)
- αντιστραφείς (καθαρεύουσα)