αντηρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντηρίς < αρχαία ελληνική ἀντηρίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντηρίς, της αντηρίδος θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀντηρίς)
- παλιότερη μορφή του αντηρίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντηρίς
|