αντιβηχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιβηχικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιβηχικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιβηχικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που καταστέλλει τον βήχα
- ↪ τα αντιβηχικά διακρίνονται σε ναρκωτικά και μη ναρκωτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιβηχικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιβηχικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιβηχικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιβηχικός