αντιβολή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιβολή < ελληνιστική κοινή ἀντιβολή < αρχαία ελληνική ἀντιβάλλω < ἀντι- + βάλλω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιβολή θηλυκό
- (λόγιο) σύγκριση, αντιπαραβολή
- (φιλολογία, παλαιογραφία) εξειδικευμένη διαδικασία σύγκρισης χειρογράφων ή εκδόσεων, ώστε να αποκατασταθεί το αρχικό κείμενο ή να εντοπιστούν παρεμβάσεις και παραλλαγές
- (αθλητισμός, παρωχημένο) η πρόσκρουση ή το χτύπημα αντικειμένων μεταξύ τους στο πλαίσιο αγωνίσματος
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο) τεχνικός ελιγμός πλοίου για αποφυγή πρόσκρουσης ή για αλλαγή πορείας υπό πίεση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιβολή
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Παλαιογραφία (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)