Μετάβαση στο περιεχόμενο

αντιβολή

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιβολή οι αντιβολές
      γενική της αντιβολής των αντιβολών
    αιτιατική την αντιβολή τις αντιβολές
     κλητική αντιβολή αντιβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιβολή < ελληνιστική κοινή ἀντιβολή < αρχαία ελληνική ἀντιβάλλω < ἀντι- + βάλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιβολή θηλυκό

  1. (λόγιο) σύγκριση, αντιπαραβολή
  2. (φιλολογία, παλαιογραφία) εξειδικευμένη διαδικασία σύγκρισης χειρογράφων ή εκδόσεων, ώστε να αποκατασταθεί το αρχικό κείμενο ή να εντοπιστούν παρεμβάσεις και παραλλαγές
  3. (αθλητισμός, παρωχημένο) η πρόσκρουση ή το χτύπημα αντικειμένων μεταξύ τους στο πλαίσιο αγωνίσματος
  4. (ναυτικός όρος, παρωχημένο) τεχνικός ελιγμός πλοίου για αποφυγή πρόσκρουσης ή για αλλαγή πορείας υπό πίεση
     συνώνυμα: ρουμπί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]