αντιβρόχιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντιβρόχιο | τα | αντιβρόχια |
γενική | του | αντιβρόχιου & αντιβροχίου |
των | αντιβρόχιων & αντιβροχίων |
αιτιατική | το | αντιβρόχιο | τα | αντιβρόχια |
κλητική | αντιβρόχιο | αντιβρόχια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιβρόχιο < (καθαρεύουσα) ἀντιβρόχιον < αντι- + βροχή + -ιον ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parapluie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιβρόχιο ουδέτερο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βροχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιβρόχιο
|