αντιγήρανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιγήρανση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιγήρανση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η καθυστέρηση της γήρανσης του ανθρώπινου οργανισμού με διάφορες μεθόδους και προϊόντα
    ※  Ο τομέας της αντιγηραντικής ιατρικής παρέχει μια επιλογή ορμονικών θεραπειών. Ορισμένες από αυτές έχουν αμφισβητηθεί λόγω των πιθανών κινδύνων που ενέχουν και της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητά τους. Για παράδειγμα, η Αμερικανική Ιατρική Ένωση διατηρεί μια αρνητική στάση ενάντια σε ορισμένες ορμονικές θεραπείες για την αντιγήρανση. Συλλογικά, η αντιμετώπιση των πιο διαδεδομένων αιτιών θνησιμότητας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της μέσης μακροζωίας των πληθυσμών και της ανθρωπότητας στο σύνολό της.
    Fouad Sabry, Παράταση Ζωής: Οι ερευνητές ανακάλυψαν το μυστικό για τον διπλασιασμό της διάρκειας ζωής των ανθρώπων, αλλά πρέπει να το αποδεχθούμε;, (2022), Μεταφραστής: Alexander Atticus, Εκδότης: Ένα Δισεκατομμύριο Γνώστες [Greek] @google.books

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αντιγήρανσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)