αντιδιαδηλωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδιαδηλωτής < αντιδιαδηλώνω + -τής < αντιδιαδήλωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-manifestation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιδιαδηλωτής αρσενικό
- αυτός που οργανώνει αντιδιαδήλωση ή μετέχει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αντιδιαδηλώνω, διαδηλώνω, δηλώνω και δήλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιδιαδηλωτής