αντιδιαισθητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδιαισθητικός η αντιδιαισθητική το αντιδιαισθητικό
      γενική του αντιδιαισθητικού της αντιδιαισθητικής του αντιδιαισθητικού
    αιτιατική τον αντιδιαισθητικό την αντιδιαισθητική το αντιδιαισθητικό
     κλητική αντιδιαισθητικέ αντιδιαισθητική αντιδιαισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδιαισθητικοί οι αντιδιαισθητικές τα αντιδιαισθητικά
      γενική των αντιδιαισθητικών των αντιδιαισθητικών των αντιδιαισθητικών
    αιτιατική τους αντιδιαισθητικούς τις αντιδιαισθητικές τα αντιδιαισθητικά
     κλητική αντιδιαισθητικοί αντιδιαισθητικές αντιδιαισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταφραστικό δάνεια απ' τ' αγγλικά counter-intuitive/counterintuitive

Επίθετο[επεξεργασία]

  • (σπάνιο) δύσκολο να προβλεφθεί διαισθητικά, αντίθετο με αυτό που θα επέλεγε κανείς χωρίς να πολυσκεφτεί