αντιδιείσδυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιδιείσδυση | οι | αντιδιεισδύσεις |
γενική | της | αντιδιείσδυσης* | των | αντιδιεισδύσεων |
αιτιατική | την | αντιδιείσδυση | τις | αντιδιεισδύσεις |
κλητική | αντιδιείσδυση | αντιδιεισδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιδιεισδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιδιείσδυση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διείσδυση από το στρατό του αντιπάλου ως αντίδραση σε διείσδυση του δικού μας στρατού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιδιείσδυση