αντιδραστικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιδραστικότητα οι αντιδραστικότητες
      γενική της αντιδραστικότητας των αντιδραστικοτήτων
    αιτιατική την αντιδραστικότητα τις αντιδραστικότητες
     κλητική αντιδραστικότητα αντιδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιδραστικότητα < αντιδραστικός + -ότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιδραστικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αντιδραστικού
  2. η ικανότητα αντίδρασης
  3. η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι το περιβάλλον να αντιδράς στις αλλαγές που συντελούνται σε αυτό μέσα σε ένα εύλογο χρονικό

διάστημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]