αντιεμετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιεμετικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antiémétique[1] < anti- (< αρχαία ελληνική ἀντι-) + émétique (<αρχαία ελληνική ἐμετικός) (αντιδάνειο)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιεμετικός
- (ιατρική) που συντελεί στον περιορισμό ή την καταπολέμηση της τάσης για εμετό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εμετός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιεμετικός
- ↑ αντιεμετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας