αντικάμαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντικάμαρα | οι | αντικάμαρες |
γενική | της | αντικάμαρας | — | |
αιτιατική | την | αντικάμαρα | τις | αντικάμαρες |
κλητική | αντικάμαρα | αντικάμαρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικάμαρα < ιταλική anticamera < anti- + camera
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικάμαρα θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάνω αντικάμαρα σε κάποιον: τον σνομπάρω αφήνοντάς τον να περιμένει (στον προθάλαμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικάμαρα
|