αντικαταθλιπτικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αντικαταθλιπτικός
- που δρα εναντίον της κατάθλιψης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικαταθλιπτικός