αντικατοπτρικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικατοπτρικός < αντικατοπτρίζω + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντικατοπτρικός[1]
- που αντικατοπτρίζει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κάτοπτρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικατοπτρικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αντικατοπτρικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας