αντικατόπτριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντικατόπτριση | οι | αντικατοπτρίσεις |
γενική | της | αντικατόπτρισης* | των | αντικατοπτρίσεων |
αιτιατική | την | αντικατόπτριση | τις | αντικατοπτρίσεις |
κλητική | αντικατόπτριση | αντικατοπτρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντικατοπτρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικατόπτριση < αντικατοπτρίζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικατόπτριση θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αντικατοπτρισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικατόπτριση
|