αντικειμενική αξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντικειμενική αξία | οι | αντικειμενικές αξίες |
γενική | της | αντικεμενικής αξίας | των | αντικειμενικών αξιών |
αιτιατική | την | αντικειμενική αξία | τις | αντικειμενικές αξίες |
κλητική | αντικειμενική αξία | αντικειμενικές αξίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικειμενική αξία < → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και αξία
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αντικειμενική αξία θηλυκό
- (οικονομία) η αξία που έχει ένα ακίνητο σύμφωνα με τον αντικειμενικό προσδιορισμό[1]
- ※ η συνολική αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων προσεγγίζει το 1 τρις ευρώ, ενώ 120 δισ. ευρώ περίπου είναι σε καταθέσεις νοικοκυριών με πολύ χαμηλά επιτόκια. (Στο 1 τρισ. ευρώ η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων, εφημερίδα Ναυτεμπορική, 17 Ιουνίου 2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικειμενική αξία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντικειμενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας