αντικομφορμισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικομφορμισμός < αντί + κομφορμισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικομφορμισμός αρσενικό
- η τάση να συμπεριφέρεται κάποιος αντίθετα από τον τρόπο που συμπεριφέρονται τα άτομα της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικομφορμισμός