αντικρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντικρίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αντικρίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντικρίζομαι | αντικριζόμουν(α) | θα αντικρίζομαι | να αντικρίζομαι | ||
β' ενικ. | αντικρίζεσαι | αντικριζόσουν(α) | θα αντικρίζεσαι | να αντικρίζεσαι | (αντικρίζου) | |
γ' ενικ. | αντικρίζεται | αντικριζόταν(ε) | θα αντικρίζεται | να αντικρίζεται | ||
α' πληθ. | αντικριζόμαστε | αντικριζόμαστε αντικριζόμασταν |
θα αντικριζόμαστε | να αντικριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αντικρίζεστε | αντικριζόσαστε αντικριζόσασταν |
θα αντικρίζεστε | να αντικρίζεστε | (αντικρίζεστε) | |
γ' πληθ. | αντικρίζονται | αντικρίζονταν αντικριζόντουσαν |
θα αντικρίζονται | να αντικρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντικρίστηκα | θα αντικριστώ | να αντικριστώ | αντικριστεί | ||
β' ενικ. | αντικρίστηκες | θα αντικριστείς | να αντικριστείς | αντικρίσου | ||
γ' ενικ. | αντικρίστηκε | θα αντικριστεί | να αντικριστεί | |||
α' πληθ. | αντικριστήκαμε | θα αντικριστούμε | να αντικριστούμε | |||
β' πληθ. | αντικριστήκατε | θα αντικριστείτε | να αντικριστείτε | αντικριστείτε | ||
γ' πληθ. | αντικρίστηκαν αντικριστήκαν(ε) |
θα αντικριστούν(ε) | να αντικριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντικριστεί | είχα αντικριστεί | θα έχω αντικριστεί | να έχω αντικριστεί | αντικρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αντικριστεί | είχες αντικριστεί | θα έχεις αντικριστεί | να έχεις αντικριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντικριστεί | είχε αντικριστεί | θα έχει αντικριστεί | να έχει αντικριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντικριστεί | είχαμε αντικριστεί | θα έχουμε αντικριστεί | να έχουμε αντικριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντικριστεί | είχατε αντικριστεί | θα έχετε αντικριστεί | να έχετε αντικριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντικριστεί | είχαν αντικριστεί | θα έχουν αντικριστεί | να έχουν αντικριστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικρίζομαι
|