αντικρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικρίστρια < αντικρισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικρίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του αντικριστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αντικριστής
αντικρίστρια
|