αντικραδασμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικραδασμικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην προστασία από τους κραδασμούς, στην αποφυγή ή τον περιορισμό τους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κραδασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικραδασμικός
|